κουβούκλιο

κουβούκλιο
cabine

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κουβούκλιο — και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῡκλιν και κουβικούλιον) κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη νεοελλ. 1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες 2. φρ. «το κουβούκλιο τού Επιταφίου» το θολωτό ιερό… …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • κιβούρι — το (ΑΜ κιβώριον, Μ και κιβούριον και κιβούριν) νεοελλ. μσν. τάφος, μνήμα 2. φέρετρο 3. ονομασία χορδόφωνου οργάνου μσν. 1. θολωτή στέγη, «ουρανός», κουβούκλιο πάνω από την αγία τράπεζα 2. θολωτό ταφικό μνημείο 3. σαρκοφάγος 4. κιβώτιο αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • κουβίκουλο(ν) — το (Μ κουβίκουλον) 1. νεκρικός θάλαμος με σχήμα θολωτού τάφου στις κατακόμβες, κουβούκλιο 2. (στο Βυζάντιο) α) ο κοιτώνας τού αυτοκράτορα β) το αυτοκρατορικό θεωρείο στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. cubo «κείμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”